δεύτερος

δεύτερος
-η, -ο και δεύτερος, δευτέρα, -ο (AM δεύτερος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» — έσυρε δεύτερος το ξίφος)
2. όμοιος με κάποιον άλλον ή αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον (α. «στάθηκε δεύτερος πατέρας του» β. «ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί» — επτά σοφοί που μπορεί να συγκριθούν με τους γνωστούς επτά σοφούς)
3. εκείνος που κατέχει (ή θεωρείται ότι κατέχει) την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο ως προς την αξία, την τιμή ή την επιτυχία
(«ήρθε δεύτερος στις εξετάσεις», «μέχρι στιγμής το κόμμα έρχεται δεύτερο στις εκλογές», «να κάθεται δεύτερος ἀπὸ τὸν βασιλέα», (ρωτούσε ο Κροίσος τον Σόλωνα) «τίνα δεύτερον μετ' ἐκεῑνον ἴδοι»)
4. όποιος έχει μικρότερη αξία ή σημασία σε σχέση με κάποιον άλλο (α. «δεν αγοράζει ακριβά ρούχα, παίρνει από τα δεύτερα», «δεύτερο πράμα» — δεύτερης, κατώτερης ποιότητας
β. «καὶ κάμνει ἄλλα ὑψηλὰ καὶ δεύτερα καὶ τρίτα» γ. «πρὸς τὰ χρήματα θνητοῑσι τἄλλα δεύτερα» — όλα θεωρούνται κατώτερης σημασίας αν συγκριθούν προς την περιουσία)
5. (για ηγεμόνες και αρχιερείς με το ίδιο όνομα) Θεοδόσιος ο Β' (Δεύτερος), Αικατερίνη η Β' (Δευτέρα), Γεώργιος ο (Β') (Δεύτερος)
6. φρ. «η Δευτέρα Παρουσία» — η Ημέρα τής Κρίσεως, ο ερχομός τού Χριστού ως κριτή πλέον για να κρίνει οριστικά τον κόσμο
7. το θηλ. ως ουσ. η Δευτέρα
η δεύτερη μέρα τής εβδομάδας μετά την Κυριακή
μσν.- νεοελλ.
1. φρ. «δεύτερο χέρι», «δευτέρα χειρ» — ο διορθωτής χειρογράφων ή κωδίκων αρχαίων κειμένων
2. το αρσ. ως ουσ. ο Δεύτερος ή «ο άγιος Δεύτερος» — κληρικός ή μοναχός που κατέχει τη δεύτερη τιμητική θέση στην ιεραρχία μετά τον ηγούμενο, τον πρωτο πρεσβύτερο ή τον αρχιδιάκονο, ο «δευτερεύων»
νεοελλ.
1. ο δευτερότοκος
2. φρ. α) «δεύτερο χέρι» — για επανάληψη σε ελαιοχρωματισμούς, οικοδομικές ή άλλες εργασίες
β) «πληροφορίες από δεύτερο χέρι» — έμμεσες πληροφορίες, όχι από την αρχική τους πηγή
3. το ουδ. ως ουσ. το δεύτερο
α) το μισό από δύο ίσα μέρη, το ένα δεύτερο
β) το δευτερόλεπτο, το ένα εξηκοστό τού λεπτού τής ώρας («δύο πρώτα και σαράντα δεύτερα»)
αρχ.-μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Δευτέρα
η Δευτέρα Παρουσία
2. (το ουδ. ως επίρρ.) δεύτερον ή «τό δεύτερον»
α) δυο φορές
β) για δεύτερη φορά, ξανά
μσν.
1. ο δυσμενής, ο καταστρεπτικός
2. φρ. «προς δεύτερον» — για δεύτερη φορά
αρχ.
1. εκείνος που είναι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν» — βρήκε επίσης και την Αμαζόνα, μαζί του ήταν και η Αναζίνα)
2. φρ. α) «δευτέρα ταφή» — το φέρετρο
β) «δεύτερος πλοῡς» — δεύτερος τρόπος ενέργειας αν δεν πετύχει ο πρώτος
γ) «δεύτερος αριθμός» — αριθμός τού οποίου οι συντελεστές είναι μονοί
3. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δεύτερα
α) «τα δευτερεῑα», η δεύτερη θέση σε αγώνα
β) το ύστερο τής γέννας
4. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ δεύτερα
για δεύτερη φορά
II. επίρρ. δεύτερα (AM δεύτερα και δευτέρως)
1. για δεύτερη φορά, εκ νέου, ξανά
2. κατά δεύτερο λόγο, σε δεύτερη θέση
3. κατόπιν, έπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεύτερος, με τη σημασία «εκείνος από τους δύο που βρίσκεται πίσω, ο υποδεέστερος», προέρχεται από θ. δευ- τού δεύομαι (βλ. λ. δέω II) + επίθημα -τερος, δηλωτικό τού συγκριτικού. (Η σύνδεση τού δεύτερος με το δύο οφείλεται σε παρετυμολογία). Ο τ. δεύτερος ως α' συνθετικό με την μορφή δευτερο- εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη (πρβλ. δευτεραγωνιστής, δευτερουργός κ.λπ.).
ΠΑΡ. δευτερεύω, δευτερώνω (AM δευτερώ)
αρχ.
δευτεραίος, δευτερείος, δευτεριάζω, δευτερίας
αρχ.-μσν.
δευτέριος, δευτερώ
μσν.
δευτεράριος, δευτερότης
νεοελλ.
δευτέρι, δευτεριά, δευτερίζω, δευτερότερος.
ΣΥΝΘ. δευτεραγωνιστής, δευτερογαμία, δευτερογενής, δευτερόκλιτος, Δευτερονόμιο, δευτεροταγής, δευτερότοκος αρχ. δευτερέσχατος, δευτεροβόλος, δευτερόγονος, δευτεροδεκάτη, δευτεροκοιτώ, δευτερολόγος, δευτεροστάτης, δευτεροστρατηλατιανοί, δευτερόσχετος, δευτερουργής, δευτερουργός, δευτερούχος, δευτερόφωτος, δευτεροχύται
αρχ.-μσν.
δευτερογαμώ, δευτερόπρωτον, δευτεροτόκος, δευτεροφανώς
μσν.
δευτεροελάτης, δευτεροευλογημένος, δευτεροτετραδοπαρασκευή
μσν.- νεοελλ.
δευτερόγαμος, δευτερόλεπτο, δευτερότριτος
νεοελλ.
δευτεροανωμαλία, δευτερανωπία, δευτεροβάθμιος, δευτερογένεια, δευτερόγεννη, δευτερογιαγέρνω, δευτερογιούνης, δευτεροδιαλαλώ, δευτεροετής, Δευτεροκανονικά, δευτερόκλαδος, δευτερολεμβίτης, δευτερομιγής, δευτερομύκητες, δευτεροπαθής, δευτεροπαντρεύομαι, δευτεροπατέρας, δευτεροπατημένος, δευτερόπλασμα, δευτεροπρόσωπος, δευτεροσκοπία, δευτεροστόμια, δευτεροτρέχω, δευτεροχτυπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεύτερος — second masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερος, -η — ο 1. αυτός που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο στην αριθμητική σειρά: Ήρθε δεύτερος στις εξετάσεις της Μαθηματικής Εταιρείας. 2. κατώτερος: Τα προϊόντα αυτού του μανάβη είναι δεύτερα. 3. το ουδ. ως ουσ., δεύτερο καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • δευτέρω — δεύτερος second masc/neut nom/voc/acc dual δεύτερος second masc/neut gen sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρων — δεύτερος second fem gen pl δεύτερος second masc/neut gen pl δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρως — δεύτερος second adverbial δεύτερος second masc acc pl (doric) δευτερόω do the second time imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερον — δεύτερος second masc acc sg δεύτερος second neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέραις — δεύτερος second fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρη — δεύτερος second fem nom/voc sg (epic ionic) δευτερέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρην — δεύτερος second fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”